- διπλογραφία
- ηένας από τους τρόπους τήρησης λογιστικών βιβλίων. Αντίθ. απλογραφία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
διπλογραφία — η (λογιστ.) σύστημα τηρήσεως λογιστικών βιβλίων με διπλές εγγραφές, δηλαδή με χρέωση ενός λογαριασμού και αντίστοιχη πίστωση άλλου. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1846 στον Γ. Κόνδη] … Dictionary of Greek
λογιστική — Οικονομικό διοικητική επιστήμη, σχετική με την τήρηση των λογαριασμών, δηλαδή την εκτίμηση και την καταχώριση σε νομισματικές μονάδες της κίνησης αξιών, η οποία απορρέει από την οικονομική δραστηριότητα, την ταξινόμηση της κίνησης αυτής και την… … Dictionary of Greek
-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… … Dictionary of Greek
αδιπλογράφητος — η, ο [διπλογραφώ] 1. αυτός που δεν καταχωρίστηκε σε διπλογραφικά* βιβλία 2. αυτός που δεν γνωρίζει διπλογραφία … Dictionary of Greek
διπλ(ο) — (διπλούς, διπλός) α συνθετικό λέξεων που δηλώνουν διπλασιασμό ή επανάληψη τής σημασίας τού β συνθετικού π.χ. διπλοπρόσωπος, διπλοπαρακαλώ ΣΥΝΘ. αρχ. διπλοείματος, διπλωδούμαι μσν. διπλοεντέληνος, διπλοκαλαμαράτος, διπλοπαλαιολόγος,… … Dictionary of Greek
διπλογράφος — ο, η 1. αυτός που γνωρίζει διπλογραφία, λογιστής που τηρεί βιβλία σύμφωνα με το διπλογραφικό σύστημα 2. εργαλείο που γράφει ταυτόχρονα σε δύο φύλλα χαρτιού 3. (ειδ.) πιεστήριο με το οποίο εκτυπώνονται ταυτόχρονα πάνω στο ίδιο φύλλο χαρτιού τα… … Dictionary of Greek
διπλογραφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διπλογραφία ή τηρείται κατά τη μέθοδο τής διπλογραφίας («διπλογραφικό σύστημα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
διπλογραφικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη διπλογραφία: Ο λογιστής μας κρατά διπλογραφικά βιβλία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)